παραδέκομαι

παραδέκομαι
παραδέκομαι
1 inherit

τέκεν ἑπτὰ σοφώτατα νοήματ' ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν παραδεξαμένους παῖδας O. 7.72


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραδέκομαι — Α ιων. τ. βλ. παραδέχομαι …   Dictionary of Greek

  • παραδέχομαι — ΝΜΑ, ιων. τ. παραδέκομαι, ποιητ. τ. παρδέχομαι δέχομαι κάτι ως ορθό και δίκαιο, συμφωνώ, εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. αναγνωρίζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”